- κενεαγγικός
- κενεαγγ-ικός, ή, όν,A exhausted,
κ. σημεῖον Hp.Acut.48
; of persons, Id.Liqu.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. σημεῖον Hp.Acut.48
; of persons, Id.Liqu.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κενεαγγικός — κενεαγγικός, ή, όν (Α) [κεναγγής] 1. αυτός που έχει κενά τα αγγεία τού σώματος 2. εξαντλημένος 3. φρ. «κενεαγγικόν πάθος» η κενεαγγίη* … Dictionary of Greek
κενεαγγικόν — κενεαγγικός exhausted masc acc sg κενεαγγικός exhausted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαγγικοῖσιν — κενεαγγικός exhausted masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαγγικῶς — κενεαγγικός exhausted adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek